Pandora Papers: Περισσότερα από 1.600 έργα τέχνης, από Banksy μέχρι Πικάσο, έρμαιο της φοροδιαφυγής

0

Στα δαιδαλώδη σχήματα των offshore εταιρειών και των καταπιστευμάτων “χάνονται”  έργα τέχνης τεράστιας αξίας, τα οποία αλλάζουν χέρια αθόρυβα, χωρίς καμία φορολογική επιβάρυνση, όπως αποκαλύπτουν στοιχεία των Pandora Papers.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα έργα του Banksy, του θρυλικού Βρετανού καλλιτέχνη του δρόμου, που έγινε έχτισε παγκόσμια φήμη με τις ανατρεπτικές του δημιουργίες.
Παρά το γεγονός ότι η κουλτούρα του απορρίπτει τον καταναλωτισμό και τον καπιταλισμό, τα έργα του έχουν ενταχθεί σε ένα παράλληλο χρηματοπιστωτικό σύστημα που πολλοί ειδικοί λένε ότι αντιπροσωπεύει κάτι χειρότερο από αυτό που η τέχνη του συχνά κριτικάρει.

Τα αρχεία που περιγράφουν λεπτομερώς τις συναλλαγές των έργων του Banksy βρίσκονται στα Pandora Papers, τα έγγραφα που αποκαλύπτουν τις τεράστιες περιουσίες εκατοντάδων πολιτικών, ολιγαρχών, μεγιστάνων επιχειρήσεων αλλά και εγκληματιών. Η τέχνη έχει εξελιχθεί σε ένα δημοφιλές “σπορ” στον κόσμο των offshore, όπως αποκαλύπτουν τα έγγραφα, με έργα τέχνης να μεταβιβάζονται μέσα από εταιρείες κελύφη και καταπιστεύματα, των οποίων οι ιδιοκτήτες θέλουν να περνούν απαρατήρητοι τόσο από τις αρχές όσο και από το κοινό.

Έγγραφα που διέρρευσαν δείχνουν ότι, αρχής γενομένης από το 2009, ο χρηματιστής του Λονδίνου Maurizio Fabris χρησιμοποίησε ένα υπεράκτιο καταπίστευμα για να αγοράσει περισσότερα από δώδεκα έργα του Banksy, συμπεριλαμβανομένων αρκετών από αυτά που θεωρούνται πλέον εμβληματικά, όπως τα “Girl with Balloon”, “Flower Thrower” και δύο εκδοχές του “Rude Copper”, το οποίο απεικονίζει έναν αστυνομικό να δείχνει το μεσαίο δάχτυλο στον θεατή.

Ο Fabris υπέγραψε συμβόλαιο με τους διαχειριστές του Asiaciti Trust για να κάνει τις συναλλαγές του. Όταν ένα καταπίστευμα γίνεται ο νόμιμος κάτοχος των περιουσιακών στοιχείων, ο συλλέκτης μπορεί να αποφύγει ή να αναβάλει τους φόρους περιουσίας και των κερδών κεφαλαίου.

Το trust του Fabris πούλησε αργότερα τρία από τα έργα του Banksy σε μια γκαλερί του Λονδίνου που διαχειριζόταν ο πρώην μάνατζερ του Banksy, Στιβ Λαζαρίδης, ωστόσο, στην Ιταλία ξεκίνησε έρευνα για τον χρηματιστή και τους συνεργάτες του για φερόμενη φορολογική απάτη.

«Είναι τρομερά ειρωνικό», είπε ο John Zarobell, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο και συγγραφέας του «Art and the Global Economy». Το έργο του Banksy «επιτίθεται όχι μόνο στην εξουσία, αλλά και στις πολιτικές και οικονομικές δομές που στηρίζουν τον κόσμο της τέχνης. Αλλά όταν γίνεσαι διάσημος καλλιτέχνης, όπως ο Banksy, το έργο σου αποκτά μεγάλη αξία και τότε μπορεί να γίνει εργαλείο σε τέτοιου είδους σχέδια των πλουσίων που προσπαθούν να κρύψουν τον πλούτο τους».

Ο Ρώσος «ανεπίσημος υπουργός προπαγάνδας» Konstantin Ernst και ο σύζυγος ενός μέλους της πιο ισχυρής οικογένειας της Σρι Λάνκα κατείχαν συλλογές έργων τέχνης αξίας εκατομμυρίων δολαρίων μέσω υπεράκτιων καταπιστεύσεων, δείχνουν τα αρχεία που διέρρευσαν. Ένας κατηγορούμενος έμπορος αρχαιοτήτων διατηρούσε χρήματα και αρχαία κειμήλια μέσω καταπιστεύματος στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους. Ένας Βέλγος ιδιοκτήτης γκαλερί τέχνης χρησιμοποίησε μια εταιρεία στο Χονγκ Κονγκ για να πουλήσει έργα των Πικάσο και Γουόρχολ.

Η Διεθνής Κοινοπραξία Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ) αναγνώρισε περισσότερα από 1.600 έργα τέχνης από περίπου 400 καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο, τα οποία διακινούνταν κρυφά μέσω “εταιρειών-βιτρίνων” σε φορολογικούς παραδείσους.

Μερικά από τα έργα εκτίθενται σε σπίτια ή γκαλερί. Άλλα κρύβονται πίσω από κλειδωμένες πόρτες, σε ασφαλείς και αφορολόγητες αποθήκες όπου φυλάσσονται για χρόνια.

“Χαμένη τέχνη”

«Κατά κάποιο τρόπο, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε αυτά τα έργα τέχνης  ως «χαμένη τέχνη», καθώς δυνητικά δεν θα δουν ποτέ το φως της ημέρας», δήλωσε η Maria Nizzero, ερευνήτρια στο Κέντρο Μελετών Οικονομικού Εγκλήματος και Ασφάλειας στο Λονδίνο. «Ενώ η τέχνη γίνεται όλο και περισσότερο εμπόρευμα και θα πρέπει να εκτιμάται η εμπορική της αξία, παράλληλα, είναι κάτι που δημιουργήθηκε για να το δεις, να το απολαύσεις, να διεγείρει συναισθήματα και σκέψεις».

Η ευκολία με την οποία η τέχνη μπορεί να γίνει αντικείμενο συναλλαγών έχει προσελκύσει και εγκληματίες. Σε μεγάλο μέρος του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των Η.Π.Α., οι έμποροι έργων τέχνης δεν υπόκεινται σε κανόνες που έχουν ως στόχο να σταματήσουν το ξέπλυμα χρήματος και το οικονομικό έγκλημα.

Ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο πρόσθεσαν πρόσφατα τους εμπόρους έργων τέχνης και τους οίκους δημοπρασιών στον κατάλογο των επαγγελματιών που πρέπει να ελέγχουν τους πελάτες τους και την πηγή των κεφαλαίων τους, στην πράξη το πρόβλημα παραμένει, λένε οι ειδικοί.

Μέσω του δικηγόρου του, ο Fabris είπε ότι δήλωσε όλες τις υπεράκτιες συμμετοχές του στις βρετανικές αρχές και πλήρωσε φόρους στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου διαμένει. Το καταπίστευμα «δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ για φορολογικούς σκοπούς», υποστήριξε ο δικηγόρος του.

Πρόσθεσε ότι ο Fabris επέλεξε τα έργα του Banksy «για την ικανότητα του καλλιτέχνη να ασχολείται με κοινωνικοπολιτικά θέματα με εξαιρετική αποτελεσματικότητα».

Η περίπλοκη διαδρομή

Ο βρετανικής καταγωγής Fabris, πρώην δρομέας αυτοκινήτων και τώρα συνεργάτης σε επενδυτικό fund κλασικών αυτοκινήτων, συνίδρυσε την χρηματιστηριακή επενδυτική εταιρεία Enigma Securities το 2004 στο Λονδίνο.

Το 2008, ίδρυσε το Heritage International Trust στη Νέα Ζηλανδία με τη βοήθεια της Asiaciti, ενός παρόχου χρηματοοικονομικών υπηρεσιών με έδρα τη Σιγκαπούρη, του οποίου τα εσωτερικά έγγραφα είναι μεταξύ εκείνων που διέρρευσαν στα Pandora Papers.

Τα καταπιστεύματα χρησιμοποιούνται συνήθως για την προστασία περιουσιακών στοιχείων ή τη μείωση των φόρων μεταβιβάζοντας τη νόμιμη ιδιοκτησία των περιουσιακών στοιχείων ー μετοχών, μετρητών, ακίνητης περιουσίας ー σε άλλο μέρος, συχνά μια επαγγελματική εταιρεία όπως η Asiaciti.

Εκείνη την εποχή, η Νέα Ζηλανδία πρόσφερε ανωνυμία και φορολογικές απαλλαγές σε αλλοδαπούς που ίδρυαν εκεί καταπιστεύματα. Δεν απαιτούσε από τους διαχειριστές όπως η Asiaciti να αποκαλύψουν τους πραγματικούς ιδιοκτήτες ενός trust.

Ένα διάγραμμα των υπεράκτιων συμμετοχών της Fabris και άλλα αρχεία που διέρρευσαν αποκαλύπτουν ότι χρησιμοποίησε το καταπίστευμα της Νέας Ζηλανδίας για να αγοράσει δύο πολυτελή αυτοκίνητα ー μια Ferrari και μια Alfa Romeo ー, να επενδύσει σε μια ιταλική εταιρεία που κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας τεχνολογίες αυτοκινήτου και να αποκτήσει μετοχές σε εταιρείες κελύφη, εγγεγραμμένες στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους, στις Νήσους Μάρσαλ και στην Ελβετία.

Μέσω των εταιρειών αγόραζε ακίνητα και διατηρούσε μετοχές στη μαλτέζικη θυγατρική της χρηματιστηριακής του εταιρείας Enigma.

Το 2009, το trust του Fabris πλήρωσε περίπου 750.000 δολάρια για 12 έργα του Banksy, συμπεριλαμβανομένης μιας χάλκινης εκδοχής του “Girl with Balloon”.

Υπό έρευνα

Το 2011, οι ερευνητές της ιταλικής ρυθμιστικής αρχής κινητών αξιών ακολούθησαν ανώνυμες καταγγελίες για πιθανές παρατυπίες στο υποκατάστημα της χρηματιστηριακής εταιρείας του Fabris στο Μιλάνο.

Μετά από έρευνα στο γραφείο της Enigma, κατασχέθηκαν όλα τα έγγραφα με λεπτομέρειες για περισσότερες από 5.000 συναλλαγές που ολοκληρώθηκαν μεταξύ 2005 και 2008. Ο Fabris συνεργάστηκε με τις αρχές, σύμφωνα με δικαστικά αρχεία.

Στα τέλη του 2012, οι διαχειριστές του trust του Fabris πούλησαν το έργο «Girl with Balloon» και στη συνέχεια δύο άλλα κομμάτια του Banksy έναντι 423.000 δολαρίων, καταγράφοντας συνολικά κέρδη 91.000 δολάρια. Επίσης, πούλησαν ένα διαμέρισμα στο Μιλάνο και μετέφεραν τα έσοδα στον Fabris.

Ο χρηματιστής κατηγορήθηκε για φοροδιαφυγή το 2015, και μετά από αυτή την εξέλιξη η Asiaciti μεταβίβασε την κυριότητα δώδεκα έργων τέχνης πίσω στον Fabris, ενώ σύμφωνα με τα αρχεία περισσότερα από 2,5 εκατομμύρια δολάρια, σε ευρώ και λίρες, εισήλθαν και εξήλθαν από τους τραπεζικούς λογαριασμούς του καταπιστεύματος τα χρόνια πριν από τη δίκη, που έγινε το 2017.

Ο Στιβ Λαζαρίδης, ιδιοκτήτης της γκαλερί, μέσω της οποίας έγιναν αγοραπωλησίες των έργων του Bansky, δεν απάντησε στα επανειλημμένα ερωτήματα της ICIJ για σχολιασμό. Εκείνη την εποχή, η γκαλερί δεν είχε καμία νομική υποχρέωση να ελέγχει τις πηγές των χρημάτων των πελατών. Ο Λαζαρίδης, εκδότης, φωτογράφος και συλλέκτης, θεωρείται ένας από τους πρώτους που βοήθησαν στη διάδοση της τέχνης του δρόμου και αυθεντία στις τελευταίες τάσεις της underground τέχνης.

Το 2017, ένα δικαστήριο του Μιλάνου έκρινε τον Fabris και δύο συνιδρυτές της Enigma ένοχους για φοροδιαφυγή περίπου 6,6 εκατομμυρίων δολαρίων σε ιταλικούς φόρους, καθώς και για συνεργασία με ένα διεθνές δίκτυο, και τους καταδίκασε σε περισσότερα από τρία χρόνια φυλάκιση.

Στην απάντησή του στο ICIJ, ο Fabris δήλωσε ότι «η δικαστική υπόθεση, εκτός του ότι προκάλεσε προφανή ζημιά στη φήμη του και στη χώρα όπου ζει, είχε πολύ σοβαρές οικονομικές συνέπειες, οι οποίες τον ανάγκασαν, μεταξύ άλλων, να παραχωρήσει πολλά ακίνητα και έργα τέχνης».

Η νομίμως άναρχη βιομηχανία

Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η παγκόσμια αγορά τέχνης έχει εκτιναχθεί, εξελισσόμενη σε μία βιομηχανία περίπου 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Ο μετασχηματισμός έφερε μαζί του κινδύνους για το οικονομικό έγκλημα, αλλά, σε αντίθεση με τα πολυτελή ακίνητα, η αγορά τέχνης παρέμεινε χωρίς επίβλεψη, επισημαίνουν οι ειδικοί.

Το 2016, τα Panama Papers έδειξαν πώς η χρήση της τέχνης για παράνομους σκοπούς αποτελεί ένα ευρέως διαδεδομένο φαινόμενο. Η ICIJ και οι συνεργάτες της στα μέσα ενημέρωσης αποκάλυψαν μυστικές συμφωνίες πολλών εκατομμυρίων δολαρίων ενός εμπόρου σε συνεργασία με έναν εξέχοντα οίκο δημοπρασιών, ενός εξαιρετικά πλούσιου μεγιστάνα που προστατεύει τη συλλογή έργων του από την εν διαστάσει σύζυγό του και μιας οικογένειας από τη Νέα Υόρκη που κατηγορείται ότι χρησιμοποίησε εταιρείες κελύφη για να κρύψει την ιδιοκτησία έργων τέχνης που είχαν κλέψει οι Ναζί.

Οι αρχές έλαβαν υπόψη τις αποκαλύψεις. Το 2018, η Ευρωπαϊκή Ένωση τροποποίησε μια υπάρχουσα οδηγία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, προσθέτοντας τους εμπόρους έργων τέχνης και τους οίκους δημοπρασιών στη λίστα των επαγγελματιών που απαιτούνται να επαληθεύσουν την ταυτότητα και την πηγή κεφαλαίων των πελατών τους προτού πραγματοποιήσουν συναλλαγή σε μετρητά αξίας άνω των 11.100 δολαρίων.

Οι ΗΠΑ, με το μεγαλύτερο εμπόριο τέχνης στον κόσμο, ύψους 21 δισεκατομμυρίων δολαρίων, δεν έχουν ακόμη υιοθετήσει πολλές από τις συστάσεις.

Μάλιστα το 2020, η Μόνιμη Υποεπιτροπή Ερευνών της Γερουσίας δημοσίευσε μια έκθεση που χαρακτηρίζει τη βιομηχανία τέχνης «τη μεγαλύτερη, νόμιμα άναρχη βιομηχανία στις Ηνωμένες Πολιτείες», αφού οι ερευνητές συνέδεσαν συναλλαγές που αφορούσαν τέχνη υψηλής αξίας με Ρώσους ολιγάρχες στους οποίους είχαν επιβληθεί κυρώσεις.



πηγή

Leave a Reply